- μπάλσαμο
- το1. το βάλσαμο (βλ. λ.).2. ό,τι ανακουφίζει τον πόνο, η ευχαρίστηση, η παρηγοριά: Τα λόγια του ήταν μπάλσαμο στον πόνο της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπάλσαμο — το (Μ μπάλσαμο) βλ. βάλσαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπάλσαμο < ιταλ. balsamo < βάλσαμο*] … Dictionary of Greek
βάλσαμο — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται μερικά υγρά που εκκρίνονται από ειδικά φυτά, μόνα τους ή με χάραγμα. Πρόκειται γενικά για διαλυμένες ρητίνες ή ομογενοποιημένες σε αιθέρια έλαια που περιέχουν βενζοϊκό ή κιναμωμικό οξύ. Σχεδόν όλα τα β. έχουν την … Dictionary of Greek
μπάλσαμος — μπάλσαμος, ὁ (Μ) το βάλσαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μπάλσαμο* με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
Καλιόστρο, Αλεσάντρο, κόμης του- — (Alessandro conte di Cagliostro, Παλέρμο 1743 – Σαν Λέο 1795). Ψευδώνυμο του Ιταλού τυχοδιώκτη Τζουζέπε Μπάλσαμο. Σε νεαρή ηλικία μπήκε σε μοναστήρι (1758) απ’ όπου γρήγορα αναγκάστηκε να δραπετεύσει εξαιτίας ορισμένων εγκληματικών πράξεών του.… … Dictionary of Greek
βάλσαμο — βάλσαμο, το και μπάλσαμο, το 1. ευωδιαστή ρητίνη που εκκρίνεται από διάφορα δέντρα. 2. ονομασία γενική των φυτών που εκκρίνουν ουσίες αρωματικές. 3. καθετί που ανακουφίζει τον πόνο, τη θλίψη ή ευχαριστεί τις αισθήσεις: Τα λόγια σου ήταν βάλσαμο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)